- ηωθήριο
- Ονομασία σειρηνοειδών υποοπληφόρων θηλαστικών θαλάσσιων ζώων που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν πλήρη οδοντοστοιχία με αρκετά μεγάλους κοπτήρες. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στην Αίγυπτο, σε στρώματα της ηωκαίνου υποδιάπλασης του καινοζωικού αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.